εκγυμνάζω

εκγυμνάζω
(Μ ἐκγυμνάζω)
γυμνάζω, ασκώ κάποιον
νεοελλ.
1. γυμνάζω πλήρως, ολοκληρώνω την άσκηση κάποιου
2. (για ζώα) με άσκηση κάνω κατάλληλο για ένα σκοπό («εκγυμνάζει σκύλους»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκγυμνάζω — εκγύμνασα, εκγυμνάστηκα, εκγυμνασμένος, μτβ. 1. γυμνάζω τελείως, εξασκώ, προπονώ: Εκγυμνάστηκε στην ιππασία. 2. (για ζώα), με κατάλληλη άσκηση δαμάζω ζώο και το κάνω ικανό για ορισμένα γυμνάσματα, το ντρεσάρω: Εκγυμνάζει λιοντάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκγυμνασθέν — ἐκγυμνάζω exercise aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκγυμνάζεσθαι — ἐκγυμνάζω exercise pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλεύω — Α [πῶλος] 1. δαμάζω, εκγυμνάζω πουλάρι («πωλεύειν παιδεύειν πώλους», Ησύχ.) 2. (γενικά) εκγυμνάζω νεαρό ζώο σε κάτι («ἐκ νηπίων πεπωλευμένοι», Αιλ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐκγυμνώσας — ἐκγυμνώσᾱς , ἐκγυμνάζω exercise fut part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἐκγυμνώσᾱς , ἐκγυμνάζω exercise fut part act fem gen sg (doric) ἐκγυμνώσᾱς , ἐκγυμνόομαι aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απογυμνάζω — ἀπογυμνάζω (Α) εκγυμνάζω, εξασκώ …   Dictionary of Greek

  • γυμνάζω — (AM γυμνάζω) Ι. 1. εξασκώ κάποιον με σωματικές ασκήσεις, προπονώ 2. εξασκώ κάποιον σε κάτι, εκπαιδεύω 3. εθίζω κάποιον σε κάτι μσν. 1. κινώ ποινική δίωξη 2. ασκώ έφεση αρχ. 1. καταστρέφω, φθείρω 2. συζητώ λεπτομερώς κάτι II. (η μετοχή παθ. παρακμ …   Dictionary of Greek

  • διαπονώ — διαπονῶ, έω (Α) 1. εργάζομαι με κόπους, καλλιεργώ επιμελώς 2. αγωνίζομαι, μοχθώ 3. καταγίνομαι σε κάτι με ζήλο 4. εκγυμνάζω, εξασκώ 5. (για τη γη) καλλιεργώ 6. (για το σπίτι) διοικώ, κουμαντάρω …   Dictionary of Greek

  • εκπονώ — ( έω) (AM ἐκπονῶ) δημιουργώ με κόπο (α. «εκπονώ μελέτη» β. «ὅπλα ἐκπεπονημένα εἰς κόσμον», Ξεν. Ελλ. γ. «τὸ εὐπρεπὲς τοῡ λόγου ἐκπονήσας», Θουκ.) αρχ. 1. ευπρεπίζω, στολίζω 2. διανύω απόσταση ή διάστημα 3. καλλιεργώ 4. εκπαιδεύω, ανατρέφω 5.… …   Dictionary of Greek

  • εξασκώ — (AM ἐξασκῶ, έω) [ασκώ] μσν. νεοελλ. καλλιεργώ συστηματικά, ασχολούμαι αποδοτικά («εξασκώ την αρετή, τη νηστεία, την επιστήμη κ.λπ.») νεοελλ. 1. ασκώ πλήρως, εκγυμνάζω («εξασκώ τους νεοσυλλέκτους στη σκοποβολή») 2. ασχολούμαι επαγγελματικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”